Τετάρτη

Ε Λ Ε Η Μ Ο Σ Υ Ν Η

Αναστασίας Ν. Κυνηγοπούλου
    Διδάκτορος Α.Π.Θ.

Ελεημοσύνη είναι η Ορθόδοξη Ιεραποστολή !!

Ένα χαμόγελο εκεί όπου επλεόνασε η θλίψη…
Μια αγκαλιά εκεί που στέρεψαν οι αγκαλιές…
Φωτεινή ματιά μοναδική, εκεί που το σκοτάδι χάνει τα προπύργια του…
Μια σταλιά τροφή εκεί που δεν γνώρισαν την αληθινή τροφή…
Και στο τέλος…πίσω από το χαμόγελο, την αγκαλιά, τη φωτεινή ματιά και την τροφή…ο ίδιος ο Χριστός…!![1]


[1] Δρ. Αναστασία Κυνηγοπούλου, Η Ελεημοσύνη, η Κορυφαία Αρετή του Χριστιανού, εκδόσεις Ι.Ν. Αγίων Ραφαήλ, Νικολάου και Ειρήνης, Θεσσαλονίκη, σελ. 83.



Η Ελεημοσύνη - Η Κορυφαία Αρετή του Χριαστιανού


Φιλανθρωπία-Στάση ζωής !!

Ἀρχιμ. Τιμοθέου Ἄνθη
Γραμματέως Σ.Ε. Κοινωνικῆς Προνοίας καί Εὐποιίας

Ὁ Χριστιανισμός, ὅπως εἶναι γνωστό, δέν ἀπευθύνεται μόνο στό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά σέ ὁλόκληρη τήν ὕπαρξή του. Γι’ αὐτό καί ἡ χριστιανική πίστη δέν περιορίζεται στήν ἀποδοχή τῶν ἀληθειῶν τοῦ Χριστιανισμοῦ, ἀλλά συμπεριλαμβάνει καί τήν μετουσίωσή τους σέ Πράξη καί Ζωή. Ἡ στείρα καί ἄγονη πίστη χαρακτηρίζεται στήν Καινή Διαθήκη, ὡς δαιμονική · «καί τά δαιμόνια πιστεύουσι καί φρίσσουσιν» (Ἰακ. 2,19). Ἡ ἀληθινή χριστιανική πίστη ἐκδηλώνεται μέ ἔργα ἀγάπης (Γαλ. 5,6) καί ἡ ἄσκηση τῆς ἀγάπης, ὡς ἐφαρμογή τοῦ περιεχομένου τῆς πίστεως, ἀποτελεῖ οὐσιῶδες γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς.
Ἔτσι ἡ ἀγάπη στό Χριστιανισμό δέν νοεῖται ὡς ἁπλή συναισθηματική ἐκδήλωση, ἀλλά ὡς ἀνταπόκριση στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, πού ἔγινε ἄνθρωπος καί ὡς ὀφειλή πρός τόν συνάνθρωπο, πού εἰκονίζει τόν Θεό. Ἡ ἀγάπη αὐτή ἀναφέρεται σέ ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο. Γι’ αὐτό καί ἡ συμπαράσταση στίς ὑλικές ἀνάγκες τοῦ συνανθρώπου ἀποτελεῖ αὐτονόητη ἐκδήλωση τῆς χριστιανικῆς ζωῆς καί κατά συνέπεια τῆς ἀρετῆς τῆς φιλανθρωπίας.
Φιλανθρωπία εἶναι τό σύνολο τῶν ἐκδηλώσεων καί λαμβανομένων μέτρων, μέ τά ὁποῖα προλαμβάνουμε ἤ θεραπεύουμε τήν ἀτομική ἤ ὁμαδική, ὑλική ἤ ἠθική καί πνευματική δυστυχία ἤ ἐξαθλίωση. Πνευματική προϋπόθεση τῆς φιλανθρωπίας εἶναι ἡ πεποίθηση περί τοῦ ὅτι οἱ ἄνθρωποι ὀφείλουν νά βοηθοῦν τούς συνανθρώπους τους, πού τήν ἔχουν ἀνάγκη.
Ἡ φιλανθρωπία ἔχει παρουσιάσει ἀνά τούς αἰῶνες ποικίλες μορφές. Κατά τήν πρό Χριστοῦ ἐποχή ἦταν ὑποτυπώδης καί τήν ἀσκοῦσαν κυρίως ἡ Πολιτεία ἤ καί οἱ ἰδιῶτες.
Ὁ Χριστιανισμός ὡς Θρησκεία, ἀνοικτή στήν πρόσληψη κάθε ἀγαθοῦ, πῆρε ἀρκετά στοιχεῖα ἀπό τό ἑλληνικό πνεῦμα καί μαζί μέ τά ἑβραϊκά ἤθη, ἀνέπτυξε τή δική του ἠθική, ἡ ὁποία ἔγινε κατ’ ἐξοχήν θεοκεντρική. Ἡ φιλανθρωπία ἀπέβη μιά ἀρετή πού κατά κύριο λόγο ἐπιδιώκεται ὡς μίμησι τῆς στάσης τοῦ Θεοῦ, παρά ὡς ἔκφραση ἀνθρωπιστικῶν αἰσθημάτων ἤ φιλάνθρωπης συμπόνοιας πρός τούς ἐνδεεῖς. Ἡ χριστιανική ἀγάπη πρός τήν ὁποία συγγενεύει ἡ ἀρχαία ἔννοια τῆς φιλανθρωπίας πῆρε μιά πιό θρησκευτική ἔννοια στήν πρωτοχριστιανική Ἐκκλησία. Ἡ διδασκαλία πού κατέστησε τή φιλανθρωπία θεοκεντρική ἦταν τό κήρυγμα τοῦ Κυρίου «Ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλά διακονῆσαι καί δοῦναι τήν ψυχήν αὐτοῦ λύτρον ἀντί πολλῶν» (Μάρκ. 10,45/Ματθ. 20,28). Ἔτσι ὁ φιλάνθρωπος γίνεται ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Θεός ἔλαβε δούλου μορφή. Ὁ Θεός δέν ἐκδήλωσε τήν ἀγάπην Του γιά τόν ἄνθρωπο ἀπό ἐγωιστικά κίνητρα, ἀλλά γιά νά μπορέσει νά σωθεῖ ὁ ἄνθρωπος. Ἐδῶ λοιπόν βρίσκεται ἡ βάση τοῦ ἀλτρουϊσμοῦ, τῆς ἀνιδιοτελοῦς ἀγάπης, τῆς χριστιανικῆς φιλανθρωπίας.
Ὁ Κύριος δίδασκε τούς μαθητές Του νά ἀγαποῦν ὁ ἕνας τόν ἄλλον, καθώς Ἐκεῖνος τούς ἀγάπησε (Ἰωάν. 15,12). Ὁ Θεός εἶναι τό πρότυπο καί τό δημιούργημα πρέπει νά μιμεῖται τόν Δημιουργό Του. Σύμφωνα μέ τούς λόγους τοῦ Ἰησοῦ «ἐντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν, ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους. Ἐν τούτῳ γνώσονται πάντες ὅτι ἐμοί μαθηταί ἐστέ, ἐάν ἀγάπην ἔχητε ἐν ἀλλήλοις» (Ἰωάν. 13, 34 – 35).
Τό κήρυγμα περί παγκοσμίας ἀγάπης γίνεται τό σύνθημα τῶν μαθητῶν τοῦ Χριστοῦ καί ὁ θεμέλιος λίθος τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Δέν ἀποτελοῦσε ἁπλῶς μιά θεωρητική ἀφηρημένη ἔννοια, ἀλλά μιάν ἐφαρμοσμένη ἀρετή. Οἱ πιστοί προτρέπονται νά ἀσκοῦν ἐλεημοσύνη πρός τούς ἐνδεεῖς, τούς ξένους, τά ὀρφανά καί νά ἀναπτύσσουν τό αἴσθημα τῆς κοινωνικῆς καί φυλετικῆς ἰσότητας καί δικαιοσύνης καί αὐτή ἡ ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας δέν ἔπρεπε νά εἶναι ἀποτέλεσμα ἐξαναγκασμοῦ, σκοπιμότητας ἤ ἐγωιστικῶν κινήτρων, ἀλλά καρπός ἐλεύθερης θέλησης. Αὐτή ἡ ἐπαναστατική ἔννοια περί φιλανθρωπίας ἐνέπνευσε ἕναν ἐνθουσιασμό γιά ἀγαθοεργίες καί ὑλοποιήθηκε μέ τήν ἀνέγερση πολυαρίθμων ἱδρυμάτων.
Ἐπιπλέον, ἡ φιλανθρωπία ἐπεδίωκε νά ἱκανοποιήσει ὄχι μόνο τόν ἴδιο τόν φιλάνθρωπο, ἀλλά κυρίως αὐτή τήν πηγή τῆς φιλανθρωπίας, τόν Θεό. Ἡ χριστιανική φιλανθρωπία ἀγκάλιασε ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἀφοῦ ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό ὕψιστο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ. Ἡ διαφορά ἀνάμεσα στόν ἀρχαῖο ἑλληνορωμαϊκό κόσμο καί στόν χριστιανισμό ἦταν ὅτι ὁ πρῶτος θεωροῦσε τόν ἄνθρωπο βασικά ὡς ἕνα κοινωνικό καί πολιτικό ὄν, ἐνῶ ὁ δεύτερος ὡς εἰκόνα τοῦ Θεοῦ πού, ὅπως ὁ ἄσωτος υἱός, ἐπανακλήθηκε στόν οἶκο τοῦ πατέρα του μέσῳ τῆς φιλανθρωπίας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ ἀποστολική Ἐκκλησία ὀργάνωνε φιλανθρωπίες καί φρόντιζε τούς πτωχούς, τίς χῆρες καί τά ὀρφανά. Ὀργάνωνε κοινά δεῖπνα καί οἱ Χριστιανοί προωθοῦσαν τή βοήθειά τους στήν τοπική Ἐκκλησία, καθώς καί σ’ ἄλλους. Πίστευαν ὅτι ἦταν ζωντανά μέλη τοῦ αὐτοῦ σώματος. Ἡ ἔννοια τῆς ἀγάπης εἶχε κατακτήσει τίς ψυχές τῶν πιστῶν σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε ἡ ἐνεργός φιλανθρωπία νά γίνει ἡ φροντίδα ὅλων. Οἱ πτωχοί ἐθεωροῦντο, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Ἀποστολικοί Κανόνες, «ναοί τοῦ Θεοῦ» καί εἰσήχθησαν τά δέκατα, ὥστε ἡ Ἐκκλησία νά ἔχει ἀρκετά ἀποθέματα γιά τήν φιλανθρωπική ἀποστολή Της. Τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας προτρέπονταν νά προσφέρουν τούς πρώτους καρπούς τῶν προϊόντων τους, «τίς ἀπαρχές» ὅπως ἐλέγονταν, στούς πτωχούς.
Ἡ χριστιανική φιλανθρωπία θεσμοποιήθηκε πολύ νωρίς καί ὁ Ἐπίσκοπος ἦταν ἐπιφορτισμένος μέ διοικητικές εὐθύνες γιά τή φιλανθρωπία τῆς Ἐκκλησίας. Ἔπρεπε νά ἐκδηλώνει γιά τά ὀρφανά τή φροντίδα τοῦ γονιοῦ, στίς χῆρες τή φροντίδα καί τήν προστασία τῶν συζύγων, στούς ἀναπήρους συμπόνια, στούς ξένους καταφύγιο, στούς πεινασμένους τροφή, στούς διψασμένους νερό, στούς γυμνούς ἐνδύματα, στούς ἀρρώστους ἐπίσκεψη, στούς φυλακισμένους βοήθεια.
Ἡ Ἐκκλησία ἵδρυσε μιά ἰσχυρή παράδοση φιλανθρωπικῶν ἔργων, καθώς μαρτυροῦν πολλά ἱστορικά κείμενα. Ἡ ἐκκλησιαστική νομοθεσία ἐξασφάλιζε τήν ἀνέγερση φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων, ὅπως νοσοκομείων, πτωχοκομείων, γηροκομείων καί παρομοίων ἱδρυμάτων. Τό φιλανθρωπικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας, ὡστόσο, δέν ἦταν θέμα ψυχροῦ νομικισμοῦ, πού στή θεωρία μπορεῖ νά λέει πολλά, ἀλλά στήν πράξη γίνονται πολύ λίγα. Οἱ πιστοί δέν χρειάζονται νόμους νά τούς πιέζουν γιά νά ἐκφράζουν τήν ἀγάπη τους πρός τόν πάσχοντα ἀδελφό. Ἀπό τόν Ἐπίσκοπο μέχρι τόν πιό ἁπλό πιστό, ἡ φιλανθρωπία ἀποτελοῦσε τήν καθημερινή τους φροντίδα. Σέ πολλές περιπτώσεις ὁ Ἐπίσκοπος πρωτοστατεῖ στό ποίμνιο του ἐκφράζοντας ἔτσι τήν φροντίδα ὁλόκληρης τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν φιλανθρωπία. Ὁλόκληρη ἡ ἠθική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας γιά τήν φιλανθρωπία ἀναπτύχθηκε καί ἐνσωματώθηκε στίς θεῖες λειτουργίες Της, στά πατερικά συγγράμματα, στή δογματική διδασκαλία, στούς Κανόνες Της καί ἔγινε ἕνα μέ αὐτά.
Δέν ἦταν σπάνιο νά ἔβρισκε κανείς κληρικούς πού ἡ συνεχής καθημερινή τους φροντίδα ἦταν ἡ ἐνασχόληση μέ τόν ἄνθρωπο, ὁλόκληρο τόν ἄνθρωπο καί ὅ,τιδήποτε ἄγγιζε τή ζωή του, τίς σχέσεις του μέ τήν οἰκογένειά του, μέ αὐτούς πού ἐργαζόταν, μέ τήν κοινότητά του, μέ τήν Πολιτεία. Οἰ ἐκκλησιαστικοί Πατέρες ἔδειχναν τήν φροντίδα τους γιά τόν ἄνθρωπο μέ ποικίλους τρόπους καί προγράμματα. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς προσωπικότητας καί τῆς ἀξιοπρεπείας τοῦ κάθε προσώπου, νέου ἤ γέρου, ὑγιοῦς ἤ ἀρρώστου, χριστιανοῦ ἤ μή χριστιανοῦ, ἦταν ἡ κυρία φροντίδα πολλῶν Κληρικῶν ἤ Μοναχῶν. Τό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ στήν τελική θέωση εἶναι ἡ ἀγάπη – φιλανθρωπία. «Γιατί, ὅσο περισσότερο ἀγαπᾶ κανείς τόν Θεόν, τόσο περισσότερο εἰσέρχεται μέσα στόν Θεόν», καθώς ἔγραφε ὁ Κλήμης Ἀλεξανδρείας (Τίς ὁ σωζόμενος πλούσιος, Ἐκδ. Ἀποστ. Διακονίας, Ἀθῆναι 1956, 2, 365).
Πολύ ἀνεπτυγμένη ἦταν ἡ φιλανθρωπία καί στό Βυζάντιο. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μέ τά κηρύγματά τους συνιστοῦσαν καί προέτρεπαν τήν ἐλεημοσύνη καί τήν εὐποιία. Οἱ χριστιανοί καί ἡ Ἐκκλησία ἀνέλαβαν μεγάλο ἀγώνα γιά τήν ἀνακούφιση τῶν ἀναξιοπαθοῦντων καί ἐμπεριστάτων. Ἀθάνατα μνημεῖα τοῦ χριστιανικοῦ πνευματικοῦ πολιτισμοῦ καί εἰδικώτερα τῆς χριστιανικῆς κοινωνικῆς προνοίας τῶν βυζαντινῶν χρόνων εἶναι τά ποικίλα εὐαγῆ καί φιλανθρωπικά ἱδρύματα, τά ὁποῖα ἔγιναν, εἴτε ἀπό τήν Ἐκκλησία, εἴτε ἀπό τήν Πολιτεία, πού τήν ἐνέπνεε τό χριστιανικό πνεῦμα καί τό φωτεινό παράδειγμα τῆς Ἐκκλησίας. Οἱ μεγάλοι Πατέρες ὑπῆρξαν καινοτόμοι, διότι εἰσήγαγαν τήν συστηματική ὀργάνωση τῶν φιλανθρωπικῶν ἱδρυμάτων. Ὁ Μέγας Βασίλειος χρησιμοποίησε τήν κληρονομιά ἀπό τήν περιουσία τῆς μητέρας του, καθώς καί μεγάλες προσφορές ἀπό πλουσίους φίλους καί γνωστούς του, ἀκόμη καί ἀπό τόν πρώην ἐχθρό του αὐτοκράτορα Οὐάλεντα, γιά νά ἱδρύσει ἕνα συγκρότημα ἱδρυμάτων : νοσοκομεῖο, ὀρφανοτροφεῖο, γηροκομεῖο, ξενώνα γιά τούς πτωχούς ταξιδιῶτες καί ἐπισκέπτες, νοσοκομεῖο γιά μεταδοτικές ἀσθένειες ὅπου καί ὁ Μέγας Βασίλειος ἐγκαταστάθηκε.
Μέ συντομία πρέπει νά ἀναφερθοῦμε καί στά λωβοτροφεῖα, ὅπου εὕρισκαν περίθαλψη οἱ πάσχοντες ἀπό τήν λέπρα, ἡ ὁποία ἦταν πολύ διαδεδομένη κατά τούς χρόνους ἐκείνους. Σημαντικός ἦταν καί ὁ ἀριθμός τῶν ὀρφανοτροφείων τά ὁποῖα, ἦταν συνηρτημένα πρός τά μοναστήρια. Ὁ Γρηγόριος ὁ Θεολόγος ἀναφέρεται σέ αὐτά ἀποκαλώντας τα «ὀρφανῶν συστήματα». Οἱ Χριστιανοί τέλος τῶν βυζαντινῶν χρόνων διακρίθηκαν καί εἰς τό κατ’ ἐξοχήν ἱεραποστολικό καί φιλανθρωπικό ἔργο, τήν σωτηρία ὑπάρξεων, οἱ ὁποῖες ζοῦσαν βίον ἁμαρτωλόν. Γιά τόν σκοπό αὐτό ἵδρυσαν «τά Μετανοίας», ὅπου δημιουργοῦσαν τίς προϋποθέσεις γιά νά ἐπαναφέρουν εἰς τήν σώφρονα ζωή γυναῖκες, πού ζοῦσαν στήν ἁμαρτία καί ἀπό τήν ἁμαρτία.
Ἡ Φιλανθρωπία κατά τούς μετέπειτα χρόνους συνέχισε τήν λαμπρή παράδοση τῶν περασμένων χρόνων καί συστηματοποίησε τό κοινωνικό ἔργο σέ ὅλες τίς μορφές του. Τό καθ’ ὅλου ἔργο ἀναπτύχθηκε σημαντικῶς καί ὀργανώθηκε ἀπό τά διάφορα Κράτη μέ τήν ἵδρυση εἰδικῶν Ὑπουργείων Προνοίας καί Κοινωνικῆς ἀντίληψης.